- κατάντλημα
- κατάντλημαdoucheneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάντλημα — κατάντλημα, τὸ (Α) [καταντλώ] 1. λουτρό 2. θερμό επίθεμα, κομπρέσα … Dictionary of Greek
καταντλημάτων — κατάντλημα douche neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταντλήμασι — κατάντλημα douche neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταντλήμασιν — κατάντλημα douche neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταντλήματα — κατάντλημα douche neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταντλήματι — κατάντλημα douche neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)